- τετράωρος
- -η, -ο1. αυτός που διαρκεί τέσσερις ώρες: Τετράωρη εργασία.2. το ουδ. ως ουσ., τετράωρο χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών: Δούλεψα ένα τετράωρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.