τετράωρος

τετράωρος
-η, -ο
1. αυτός που διαρκεί τέσσερις ώρες: Τετράωρη εργασία.
2. το ουδ. ως ουσ., τετράωρο χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών: Δούλεψα ένα τετράωρο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετράωρος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει διάρκεια τεσσάρων ωρών 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράωρο χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ωρος (< ώρα), πρβλ. πεντά ωρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Αρ. Π. Κουρτίδη] …   Dictionary of Greek

  • εικοσ(ι)τετράωρος — η, ο 1. που έχει διάρκεια 24 ωρών: Εικοσιτετράωρη απεργία. 2. το ουδ. ως ουσ., εικοσ(ι)τετράωρο, το χρονικό διάστημα 24 ωρών, το ημερονύκτιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετραωρία — η, Ν [τετράωρος] 1. χρονικό διάστημα τεσσάρων ωρών 2. η επί τέσσερεις συνεχείς ώρες υπηρεσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”